θρέμμα

θρέμμα
το, -ατος
1. ό,τι τρέφει ή έθρεψε κάποιος.
2. φρ., «Eίμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος», γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα.
3. στον πληθ., θρέμματα ζώα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρέμμα — nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …   Dictionary of Greek

  • θρέμμ' — θρέμμα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτεσσι — θρέμμα nursling neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρεμμάτων — θρέμμα nursling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασι — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμμασιν — θρέμμα nursling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματα — θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματι — θρέμμα nursling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρέμματος — θρέμμα nursling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”